- πλειστάκις
- επίρρ. много раз; многократно, неоднократно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλειστάκις — mostly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστάκις — ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλεον άκις)] … Dictionary of Greek